επενδυτικός

επενδυτικός
-ή, -ό
που χρησιμεύει για επένδυση (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επενδυτικός — ή, ό [επενδύτης] 1. αυτός που χρησιμεύει για επένδυση («επενδυτικά υλικά») 2. εκείνος που αναφέρεται σε επενδύσεις χρηματικές («επενδυτικά προγράμματα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”